ροδοχάραμα

ροδοχάραμα
το, Ν [ροδοχαράζω]
ροδόχρωμη ανατολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κωνσταντινίδης, Ανδρέας — (Άγιος Θεόδωρος Λευκωσίας 1940 –). Κύπριος εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στην παιδαγωγική ακαδημία Κύπρου, στο παιδαγωγικό ινστιτούτο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος σε σχολεία της Κύπρου, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαυγή — η η χρυσή αυγή, το ροδοχάραμα, η ώρα που πρόκειται ν ανατείλει ο ήλιος και ο ουρανός είναι χρυσός: Ξεκίνησαν με τη χρυσαυγή για να πάνε στο απέναντι χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”